Μια παλιά, βρώμικη κουβέρτα και μερικά χαρτόνια είναι όλα κι όλα τα «υπάρχοντα» του Λεωνίδα που έχει βρει απάγκιο σε ένα παγωμένο πεζοδρόμιο
Οι άλλοι πρωταγωνιστές Η ζωή σε χαρτοκιβώτιο
Ένας άστεγος στη γιορτινή Αθήνα
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΣΤΑΥΡΟΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
Ο Λεωνίδας στην «αγαπημένη» του γωνιά. Εδώ ζει, κάτω από τα μάτια των περαστικών που κοιτούν αλλά δεν βλέπουν, εδώ φυλάει τα «υπάρχοντά» του μέχρι να ξανάρθει το σούρουπο...
Δεν ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπα. Πέρυσι τέτοιες μέρες διασταυρώθηκαν τα βλέμματά μας ενώ έμπαινα στην Greenpeace. «Ο Λεωνίδας», μου είπαν. «Κοιμάται έξω στην πιλοτή». Τα μάτια του ήταν κόκκινα, φορούσε μπλουτζίν, ήταν στην ηλικία μου. Αν πρόσεχες καλά, θα έβλεπες ότι τα μαύρα αθλητικά παπούτσια του ήταν κάποτε άσπρα και η μπλούζα του δεν ήταν πάντοτε γκρι. «Έξω στην πιλοτή», στη γωνία, ήταν το διαμέρισμα του. Κομμένα χαρτόνια που όταν τα ένωνε γίνονταν στρώμα, δύο κουβέρτες τυλιγμένες «κουβάρι», ένα γυάλινο μπουκάλι του κρασιού και μια μικρή νάιλον σακούλα, γεμάτη προσωπικούς «θησαυρούς». Αυτήν άρπαξε, όταν είδε ότι τον παρατηρούσα, την «έσπρωξε» στην αριστερή μασχάλη του και έφυγε. Όπως κάποιος άλλος θα «βόλευε» την ατζέντα του. Χαμογέλασα για το βιαστικό βήμα του και τον ξέχασα. Δεν ξέρω αν το έχει ο Δεκέμβρης αλλά αυτές τις μέρες το μυαλό μου ξαναγύρισε στον Λεωνίδα.
Και προσπάθησα αρκετές φορές να τον συναντήσω. «Ο Λεωνίδας; Έφυγε!». «Τι να σας πω δεν φάνηκε». «Ίσως ξενοκοιμήθηκε κιόλας». Πότε νευρίαζα και πότε χαμογελούσα. Σαν να έψαχνα έναν μάνατζερ που προσπαθούσε να με αποφύγει κι έβαζε μπροστά τη γραμματέα του. Τα ίδια είχα πάθει το καλοκαίρι και με τον άστεγο του Ευαγγελισμού. Τον συνάντησα στο παρκάκι πάνω από τον σταθμό του Μετρό. Ήταν μια μέρα που ήμουν βιαστικός. Με φώναξε με το επώνυμό μου. «Με λένε κι εμένα Θεοδωράκη», μου πέταξε και στην αρχή νόμιζα ότι ήταν ένα κόλπο για να αποσπάσει την προσοχή μου. Γύρισα όμως και τον κοίταξα. Είδα να βγάζει από την κωλότσεπη έναν πάκο χαρτιά. Προφυλαγμένη μέσα σε χαρτοπετσέτα ήταν η ταυτότητά του. Δεν μου έλεγε ψέματα. «Θεοδωράκης!». Ήταν μάλιστα από τα μέρη μου. Μέχρι τώρα ήξερα για ελαιοπαραγωγούς, αμπελουργούς, ανέργους, εμπόρους, γιατρούς, εργάτες, δεν είχα φανταστεί ότι βγάζουμε και αστέγους. Χαζή σκέψη. Αλλά έτσι περίπου σκεφτόμαστε όλοι. Νομίζουμε ότι «τα δικά μας χωράφια» δεν παράγουν «παράξενους καρπούς». Κάθησα λοιπόν δίπλα του στο παγκάκι και αρχίσαμε να συζητάμε σαν παλιοί γνώριμοι. «Ξεκουράζομαι...». «Πώς πάνε οι δουλειές;». «Ε, τα γνωστά, πολύ τρέξιμο, αλλά καλά. Εσύ;». «Κάτι αναποδιές αλλά θα τα βολέψω». «Μένεις μόνιμα εδώ;». «Μπα, για λίγες μέρες, ξεκουράζομαι και μετά θα φύγω». Πού θα πάει; Τι αναποδιές; Από τι ξεκουράζεται; Ποτέ δεν έμαθα. Ό,τι και να τον ρωτούσα, γυρνούσε έξυπνα στα δικά μου. Λες και αυτός ήταν περισσότερο ξαφνιασμένος από μένα. Πάντως είχε παιδιά και υπήρχε και μια γυναίκα στη θολή ιστορία. «Μην ψάχνεις λεπτομέρειες, εγώ σε φώναξα να τα πούμε». Του άφησα, με το ζόρι σχεδόν, ένα μικρό χαρτονόμισμα, «για τσιγάρα, πατρίδα», κι έφυγα. «Θα περάσω την άλλη εβδομάδα». «Πέρνα, εδώ θα είμαι». Από τότε πέρασα πολλές φορές. Δεν τον ξαναείδα ποτέ. Και ο περιπτεράς που τον ρωτούσα δεν μπορούσε να εξηγήσει την ατυχία μου. «Τώρα έφυγε». «Εδώ ήταν πριν από λίγο». «Κάπου εδώ θα είναι». Μέχρι που άρχισα να σκέφτομαι ότι όποτε με βλέπει κρύβεται στους θάμνους για να με αποφύγει. Κάπως έτσι εγκατέλειψα την προσπάθεια για τον «Θεοδωράκη του Ευαγγελισμού», αλλά με τον Λεωνίδα δεν θα πάθαινα τα ίδια. Αυτή τη φορά ήμουν αποφασισμένος να τον συναντήσω.Κούτες για εύθραυστα.Στην Κλεισόβης έφτασα λίγο μετά το ξημέρωμα. Οι βουβές τηλεοράσεις στις βιτρίνες έδιναν εορτοδάνεια και στην πλατεία Κάνιγγος οι συνδικαλιστές δοκίμαζαν τις μικροφωνικές τους. Σε λίγο θα ξέσπαγε Παπακωνσταντίνου και επανάσταση. Και δεν έκανα λάθος. Το πρόγραμμα άρχισε με τα αγροτικά του Μπακαλάκου. Ανάμεσα στα τραγούδια, μια γυναίκα μάς καλούσε να ξεσηκωθούμε ενάντια στην πλουτοκρατία. «Θα μου τον ξυπνήσουν», σκέφθηκα και επιτάχυνα το βήμα μου. Ήταν η Τετάρτη της κακοκαιρίας, στην Πάρνηθα χιόνιζε και οι περισσότεροι δοκίμαζαν επιτέλους τα «χοντρά» τους ρούχα. «Βλακεία κάνω, με τέτοιο κρύο θα έχει τρυπώσει σε κανένα σπίτι», σκέφθηκα αλλά έκανα λάθος. Ήταν στη γωνιά του. Σκεπασμένος όπως το καλοκαίρι. Χαρτόνια από κάτω και δυο κουβέρτες να τον σκεπάζουν. Η νάιλον σακούλα με τους «θησαυρούς» ήταν στο ύψος του κεφαλιού του και μια κούτα έπαιζε τον ρόλο του μπαούλου. Κοντά του είχε στοιβάξει και 2-3 σχεδόν καινούργιες χάρτινες κούτες. Από αυτές τις σκληρές που προτιμούν οι άστεγοι. Είναι κούτες που στην «κανονική τους ζωή» μεταφέρουν εύθραυστα, άρα αντέχουν και σώματα. Πέντε χρόνια στην ίδια γωνιά. Ο μάγκας είχε προνοήσει. Αν έπιανε πολλή βροχή και βρέχονταν τα χαρτόνια του, είχε έτοιμη τη λύση και θα προχωρούσε σε αντικατάσταση. Δεν ήταν όμως η μόνη αλλαγή. Το γυάλινο μπουκάλι απουσίαζε και στη θέση του υ πήρχε μια συσκευασία φρέσκου γάλατος. Κάθησα δίπλα του, στα σκαλοπάτια της Greenpeace, και περίμενα να ξυπνήσει. Οι περαστικοί κοιτούσαν πότε τις παραγεμισμένες κουβέντες και πότε εμένα. Μερικοί μάλιστα άρχισαν να μου δίνουν πληροφορίες. Γιατί ο Λεωνίδας έχει κλείσει πενταετία στην περιοχή. Κάποιοι τον ήξεραν «Σωτήρη» αλλά αυτό δεν έχει και μεγάλη σημασία. Μια κυρία τον είχε πάει τον Σεπτέμβρη στο νοσοκομείο. Της είχε παραπονεθεί για πόνους στο στομάχι. Τότε μάλλον ήταν που έκοψε το ποτό. Έλειψε μια εβδομάδα και γύρισε ξυρισμένος και καθαρός. Εξαφανισμένος ήταν και την άνοιξη του 2004. Η αστυνομία τότε του είχε κάνει συστάσεις να μην κοιμάται στον δρόμο, «γιατί θα τον μαζέψουν». Δεν ξέρω αν τον «μάζεψαν» ή «μαζεύτηκε» αλλά έκανε να φανεί αρκετούς μήνες. «Παίρνει κι ένα μικρό επίδομα». Εγώ μάθαινα την ιστορία της ζωής του και αυτός κοιμόταν. Ίσως και να το έκανε επίτηδες. Ο μάνατζερ που λέγαμε ότι ήθελε να με αποφύγει. «Τι ώρα είναι;», γύρισε και μου είπε ξαφνικά. «Περασμένες εννιά», του είπα αλλά ο τόνος της φωνής μου του έδωσε το περιθώριο να γυρίσει πλευρόψέματα λέω, δεν γύρισε πλευρό, μόνο σκέπασε ξανά το πρόσωπό του με τη βρώμικη κουβέρτα και συνέχισε να κοιμάται. Δεν ξέρω αν είναι τυχαίο αλλά οι περισσότεροι άστεγοι που θυμάμαι- τους πρώτους τούς είχα δει στη Νέα Υόρκη πριν από πολλά χρόνια- κοιμούνται κουλουριασμένοι στα πλάγια, με την πλάτη τους προς την πλευρά του δρόμου. Δεν ξέρω, ίσως και να κάνω λάθος. «Μπα σε καλό του να είναι, ποτέ δεν κοιμάται τόσο πολύ», μου συμπαραστέκονται τα παιδιά της Greenpeace, οι πιο κοντινοί του γείτονες. Πριν από τρία χρόνια που μετακόμισαν στην περιοχή τον βρήκαν να κοιμάται στη γωνία. Στην αρχή προσπάθησαν να τον πείσουν να αλλάξει ζωή, να του βρουν καμιά δουλειά, να πάει σε κάποια από τα ξενοδοχεία των αστέγων αλλά ο Λεωνίδας πέρα από τα αρχικά «ναι» δεν ήθελε να αλλάξει. Στην αρχή πάντως τους βοηθούσε πού και πού να καθαρίζουν και να πλένουν το πεζοδρόμιο και τη γωνιά του. Τώρα όλες τις ακαθαρσίες που βρίσκονται στη γωνιά του τις αποδίδει στα πρεζόνια που πλακώνουν το βράδυ στην περιοχή. Κάποιες φορές τον έχουν χτυπήσει κιόλας, αλλά με τον καιρό κατάλαβαν ποιος είναι ο μόνιμος κάτοικος στη γωνιά αυτή. «Άσε με ρε φίλε...». «Τι θέλεις;», με ρώτησε τελικά αφού πρώτα με κοίταξε βιαστικά από την κορφή μέχρι τα νύχια. «Να μιλήσουμε». «Γιατί μ΄ εμένα;». «Σε είχα δει και πέρυσι». «Τι θέλεις να μου πεις;». «Ό,τι είσαι αρκετά νέος για να τα χεις παρατήσει». «Άσε με ρε φίλε, διδάγματα πρωί πρωί». «Να πάρω δύο γάλατα και να έρθω να τα πούμε». «Όχι, δεν πίνω γάλα το πρωί». Έτσι με κόντρες συνέχισε η συζήτησή μας. Δεν ήθελε να φανεί το πρόσωπό του στις φωτογραφίες, δεν ήθελε να γράψω το επώνυμό του. Στα πρεζόνια μάλιστα λέει ότι είναι Γερμανός, για να τον αφήσουν ήσυχο και να μην τον ζαλίζουν με το μπλα μπλα τους. Σιγά σιγά έμαθα και για τα στέκια του κοντά στο σταθμό Λαρίσης, γιατί οι άστεγοι που σέβονται τον εαυτό τους δεν «δουλεύουν» και δεν τα πίνουν ποτέ κοντά στη γωνιά τους. «Μην έρθεις εκεί που σου είπα, γιατί δεν θέλω να με δούνε μαζί σου». «Όχι, δεν θα ρθω». «Φεύγω», μου είπε και έφυγε χωρίς να περιμένει απάντηση για να μη μου δώσει κανένα περιθώριο να αντιδράσω. Η «επανάσταση» στο μεταξύ είχε περάσει στον Νταλάρα. «Κάλλιο να πάμε όλοι μετανάστες», φώναζε ανάμεσα στα συνθήματα. Για να μη σκεφθώ να τον σταματήσω κινήθηκε σαν αίλουρος ανάμεσα στις παρκαρισμένες μηχανές και τα ζευγαράκια που επέστρεφαν κιόλας από τις δουλειές τους. Δύο βήματα πιο πάνω στη στοά του Χόλιγουντ οι ταινιάδες αντάλλασσαν αστεία. Οι μεγάλοι φάκελοι με τις ταινίες είχαν αρχίσει να καταφθάνουν στα γραφεία τους. Κάποτε κοιμόταν και ο Λεωνίδας στη ελληνική στοά του Χόλιγουντ αλλά έπρεπε να δίνει συνέχεια λογαριασμό, οπότε μετακόμισε στη γωνιά του. Ελπίζοντας ότι δεν θα κάνει ποτέ καριέρα στο θέαμα.
Υποστήριξη από μη κυβερνητικές οργανώσεις
* από την εφημερίδα "ΤΑ ΝΕΑ" Σάββατο 8.12.2007
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου