ΤΟΥ ΑΛΕΚΟΥ ΚΑΛΥΒΗ
Μια κυβέρνηση της αριστεράς θα έπρεπε να έχει σκεφτεί, προτού υλοποιήσει το εναλλακτικό της σχέδιο, σε ποια κοινωνική συμμαχία θα βασιστεί, ποιες είναι οι προτεραιότητες, ποια είναι τα κριτήρια και οι στόχοι για μια άλλου τύπου οικονομική ανάπτυξη, πώς θα δημιουργήσει ένα καλύτερο εσωτερικό και διεθνές περιβάλλον για την υλοποίηση του σχεδίου της.
Ο απλός κόσμος ρωτάει απευθυνόμενος στην αριστερά: Εσείς τι θα κάνατε αν ήσασταν στην κυβέρνηση; Η αριστερή διακυβέρνηση προϋποθέτει, φυσικά, τη διασφάλιση ορισμένων όρων όπως είναι: ένα ισχυρό ταξικό και λαϊκό κίνημα, η αλλαγή πολιτικών συσχετισμών, η ενότητα της αριστεράς. Όμως ας θεωρήσουμε ότι -για λόγους «πολιτικής αδείας»- έχουν εκπληρωθεί αυτοί οι όροι για να επιχειρήσουμε να απαντήσουμε στο επί του πρακτέου, ερώτημα.
Μια κυβέρνηση της αριστεράς, λοιπόν, θα έπρεπε να έχει σκεφτεί προτού υλοποιήσει το εναλλακτικό της σχέδιο σε ποια κοινωνική συμμαχία θα βασιστεί, ποιες είναι οι προτεραιότητες, ποια είναι τα κριτήρια και οι στόχοι για μια άλλου τύπου οικονομική και ανάπτυξη, πώς θα δημιουργήσει ένα καλύτερο εσωτερικό και διεθνές περιβάλλον για την υλοποίηση του σχεδίου της. Και επειδή σε κάθε σχέδιο πρέπει να εξασφαλίζεις τα μέσα και τους πόρους, θα έπρεπε να είχε προβλέψει κάποιες απαντήσεις και σε αυτά .
Όσον αφορά τις κοινωνικές συμμαχίες, η κοινωνική βάση στήριξης και εκπροσώπησης της αριστερής διακυβέρνησης θα ήταν τα θύματα του μνημονίου και του νεοφιλελευθερισμού, δηλαδή η εργατική τάξη, η νεολαία, τα μεσαία στρώματα της πόλης και του χωριού, το επιστημονικό δυναμικό, οι άνθρωποι των γραμμάτων και του πολιτισμού. Οι προτεραιότητες θα ήταν το να βγει όρθιος ο εργαζόμενος κόσμος από την κρίση και να ενεργοποιηθεί η οικονομική δραστηριότητα στη βάση μιας προοδευτικής και παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας για να αυξηθεί η απασχόληση και όχι η αποπληρωμή των τοκογλύφων δανειστών. Τα κριτήρια και οι στόχοι θα ήταν η κάλυψη των κοινωνικών αναγκών μέσα από την αναδιανομή εισοδήματος, την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, την ουσιώδη αναβάθμιση της παιδείας και της υγείας, η δημιουργία ενός σταθερού μέλλοντος για τη νέα γενιά, η ευημερία των πολλών και όχι το κέρδος του κεφαλαίου. Το εσωτερικό περιβάλλον θα βελτιωνόταν με την ανασυγκρότηση της οικονομίας, την ακύρωση των μνημονίων και την αποκατάσταση ενός κλίματος αισιοδοξίας για τη δυνατότητα μεγάλων αλλαγών που θα αντικαθιστούσε τα σημερινά αδιέξοδα και τη μαζική κατάθλιψη.
Το ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον θα επιχειρείτο να αλλάξει με την άρνηση των συμφωνιών για τη μετατροπή της Ευρωζώνης σε μια περιοχή γερμανικής επικυριαρχίας, με τη δημιουργία συμμαχιών για την ανατροπή της Ευρωζώνης για μια εκ βάθρων αλλαγή της Ε.Ε., με μια πλουραλιστική προσέγγιση στις διεθνείς οικονομικές συναλλαγές και στις πηγές δανεισμού. Σχετικά με τα μέσα για την υλοποίηση της νέας οικονομικής πολιτικής θα προχωρούσαν: η ριζική δημοκρατική αναμόρφωση του κρατικού μηχανισμού, η εθνικοποίηση - κοινωνικοποίηση των τραπεζών και των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας και κοινής ωφέλειας, η ένταξη στο οικονομικό σύστημα φορέων εθνικού, τομεακού, περιφερειακού και κλαδικού σχεδιασμού, η εισαγωγή νέων μορφών συνεταιριστικής επιχειρηματικότητας και η ενίσχυση του κοινωνικού τομέα ο οποίος πρέπει να λειτουργεί εκτός αγοράς, η απελευθέρωση και ενίσχυση του ρόλου των συνδικάτων και κινημάτων, η εισαγωγή μορφών εργατικού και κοινωνικού ελέγχου και συστημάτων εργατικής αυτοδιαχείρισης και ένα νέο σύστημα πολιτικής εκπροσώπησης, διοίκησης και αυτοδιοίκησης με εισαγωγή μορφών άμεσης δημοκρατίας.
Αναφορικά με τους πόρους, αυτοί θα προέκυπταν από τη δραστική μείωση των στρατιωτικών δαπανών, τη διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων, τη ριζοσπαστική φορολογική μεταρρύθμιση με βάρος στη φορολόγηση του κεφαλαίου, της μεγάλης ακίνητης περιουσίας, της χρηματιστηριακής δραστηριότητας και της φοροδιαφυγής. Και μόνο η κάλυψη της διαφοράς αποτελεσματικότητας του φορολογικού συστήματος σε σχέση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα θα απέφερε ένα 5% του ΑΕΠ, που ισοδυναμεί με 11 δισ. ευρώ ετησίως, ενώ 6 δισ. κάθε χρόνο θα εξοικονομούσε και η πάταξη της εισφοροδιαφυγής. Η επιχειρηματική δραστηριότητα των αναμορφωμένων δημοσίων επιχειρήσεων, η υπέρ της απασχόλησης και της παραγωγικής δραστηριότητας αξιοποίηση των κοινοτικών πόρων καθώς και η αξιοποίηση με όρους ανάπτυξης της εσωτερικής αποταμίευσης θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν ένα νέο ξεκίνημα της ελληνικής οικονομίας, η οποία θα ανατροφοδοτούσε με τη σειρά της την κοινωνία με νέους πόρους.
Φυσικά όλα τα παραπάνω, που πολύ συμπυκνωμένα παρουσιάζονται και χρήζουν εξειδίκευσης, δεν αρκούν διότι πλήθος ζητήματα θα προκύψουν άμεσα. Για παράδειγμα, επειδή δεν έχει κανείς το μαγικό ραβδάκι και δεν μπορεί να υποσχεθεί μια εύκολη έξοδο από την κρίση, θα πρέπει να προσδιοριστεί και μια σταδιακή εφαρμογή μέτρων αποκατάστασης από τα πλήγματα των μνημονίων. Στην περίπτωση αυτή μια αριστερή κυβέρνηση θα ξεκινούσε από τις πιο ευάλωτες κατηγορίες, όπως είναι οι άνεργοι, οι άστεγοι και οι κοινωνικά αποκλεισμένοι, οι χαμηλοσυνταξιούχοι, οι οικογένειες χωρίς εισόδημα, ταυτόχρονα με ένα σύντομο χρονοδιάγραμμα πλήρους αποκατάστασης και φυσικά βελτίωσης του εισοδήματος των εργαζομένων. Όμως στα ζητήματα που έχουν σχέση με τις συμβάσεις, τις εργασιακές σχέσεις, τα ασφαλιστικά και συλλογικά δικαιώματα, με την πάταξη της ακρίβειας, με την απρόσκοπτη και αναβαθμισμένη λειτουργία της υγειονομικής περίθαλψης και του εκπαιδευτικού συστήματος, με την υπερχρέωση των νοικοκυριών, η παρέμβαση θα ήταν άμεση και ριζική.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα, πάντως, με όσα έχουν προηγηθεί στη χώρα μας είναι αυτό που έχει σχέση με το δημόσιο χρέος και τους καταναγκασμούς της Ευρωζώνης. Αυτούς τους κόμπους κανείς δεν μπορεί να τους αγνοήσει. Το χρέος δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποπληρωθεί. Η στάση πληρωμών -ειδικά σήμερα που έχει τεθεί όχι το αν, αλλά το είδος της χρεωκοπίας- με πρωτοβουλία της χώρας, είναι αυτή που μπορεί να εξασφαλίσει ότι η ρύθμιση του χρέους θα είναι σε όφελος του λαού και θα δώσει μια ανάσα από τα τοκοχρεολύσια . Όσον αφορά τον μηχανισμό του ευρώ, υπάρχουν αρκετοί μέσα στην αριστερά, όπως και ο γράφων, που θεωρούν ότι μια προοδευτική και πολύ περισσότερο η σοσιαλιστική προοπτική της χώρας δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσα στο σημερινό νεοφιλελεύθερο οικοδόμημα της Ευρωζώνης. Συνεπώς θα υπάρξει ή η ανατροπή του ευρωπαϊκού πλαισίου ή η αναγκαστική επιλογή της εξόδου από την Ευρωζώνη. Το πρώτο που θα ενδιέφερε, πάντως, μια κυβέρνηση της αριστεράς θα ήταν να εφαρμόσει το πρόγραμμά της, να στηρίξει το λαό χωρίς να εκβιάζεται ή να χειραγωγείται από το δόγμα: μέσα στην Ευρωζώνη με κάθε θυσία. Αν λοιπόν η στάση πληρωμών, η οποία δεν σημαίνει και αυτόματη έξοδο από το ευρώ, μπορεί να δημιουργήσει όρους ενισχυμένης διαπραγμάτευσης για τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους εντός Ευρωζώνης, τότε αυτό θα μπορούσε να είναι η πρώτη επιλογή. Ωστόσο μια αριστερή κυβέρνηση θα αποδραματοποιούσε το ενδεχόμενο εξόδου από το ευρώ, θα το αντιμετώπιζε ως μια ενδεχόμενη επιλογή και στην περίπτωση του αναπόφευκτου, θα προετοίμαζε και θα διαπραγματευόταν τους πιο συμφέροντες όρους εξόδου.
Θα έλεγαν κάποιοι ότι καλά είναι όλα αυτά για να είναι αληθινά και θα μας εγκαλούσε ότι το σύστημα δεν θα άφηνε μια κυβέρνηση της αριστεράς να υλοποιήσει αυτούς τους στόχους ή άλλοι θα ισχυριζόντουσαν ότι όλα τα πιο πάνω αποτελούν διαχείριση στο πλαίσιο του καπιταλισμού.
Στους πρώτους θα απαντούσαμε ότι ο κίνδυνος αυτός υπάρχει, αλλά αν δεν τολμήσεις τότε οι συνέπειες θα είναι η στρατηγική ήττα του κινήματος και η εφαρμογή ενός άγριου νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Ο δρόμος των μεγάλων αλλαγών θα ανοίξει αν η αριστερή κυβέρνηση στηρίζεται σε ένα ισχυρό κίνημα του λαού που θα πείθεται βήμα - βήμα για την ορθότητα των επιλογών και θα συμμετέχει ενεργά και σε συμμαχίες μέσα και έξω από τα σύνορα της Ευρώπης. Στους δεύτερους θα απαντούσαμε ότι σίγουρα μια κυβέρνηση της αριστεράς και των συμμάχων της δεν θα έθετε ως άμεσο στόχο τον σοσιαλισμό, διότι οι έκτακτες συνθήκες απαιτούν μια μεταβατική κυβέρνηση με άμεσους στόχους την κατάργηση των Μνημονίων, την ακύρωση του νεοφιλελευθερισμού, μια αντιμονοπωλιακή κυβέρνηση που οπωσδήποτε θα κινείται στο έδαφος του καπιταλισμού, αλλά ταυτόχρονα θα τον αμφισβητεί όσο θα εισάγει μεγάλες τομές και αναδιαρθρώσεις σε βάρος του κεφαλαίου και θα δημιουργεί γέφυρες με τον στόχο για τον σοσιαλισμό. Διότι ούτε ο σοσιαλισμός πραγματοποιείται με μια απλή αλλαγή κυβέρνησης, αφού απαιτείται μια συνεχής πορεία ρήξεων και συγκρούσεων, ενώ από την άλλη τον σοσιαλισμό του 21ου αιώνα πρέπει εν κινήσει να τον ανακαλύψουμε μαζί με την εργατική τάξη και τους συμμάχους της, αξιοποιώντας την αρνητική και θετική διεθνή εμπειρία. Άλλωστε, όπως θα έλεγε και ο Μαρξ, δεν προσφέρουμε έτοιμες συνταγές από την κουζίνα του μέλλοντος.