ΤΟΥ ZAXAΡIA ΚΑΡΑΤΖΑ*
...............
Η προσφιλέστερη μέθοδος που ακολουθεί ο αρχιφύλακας, είναι ο τρόπος που ενημερώνεται.
Θυμάμαι κάποιο πρωινό, όταν βρέθηκα τυχαία στο αρχιφυλακείο. Βλέπω λοιπόν εκεί καμιά δεκαριά κρατούμενους, τα « καλά παιδιά » της φυλακής, όπως ήθελε η υπηρεσία να τα αποκαλεί, να περιμένουν. Ρώτησα έναν από αυτούς γιατί βρίσκονταν εκεί και άκουσον, άκουσον, τι μου απάντησε :
« Περιμένουμε τον αρχιφύλακα να του αναφέρουμε, (να του πουν το ποίημα), τι συνέβη το βράδυ που πέρασε στον κοιτώνα του καθ’ ενός από εμάς».
Αμέσως κατάλαβα χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις. Αφού παρατήρησα τα άτομα αυτά άρχισα και εγώ με τη σειρά μου, να φυλάγομαι απ’ αυτά. Και τούτο διότι θα μπορούσαν και μένα κάποια στιγμή, να με καρφώσουν αν έκανα κάτι υπέρ των κρατουμένων, που απαγορευόταν από τους γραπτούς και άγραφους νόμους της φυλακής.
Ένα άλλο στοιχείο που με ενδιέφερε, ήταν να καταλάβω το σύστημα εκτροφής της κατάδοσης και τη ψυχοσύνθεση αυτών, γιατί πραγματικά ήθελα να κάνω κάτι για να σωθούν αυτά τα παιδιά.
Ο αρχιφύλακας, όπως έμαθα αργότερα και για να πω ωμά τα πράγματα με τ’ όνομά τους, έβαζε σε κάθε θάλαμο έναν πληροφοριοδότη, ο οποίος την επομένη το πρωί, του έλεγε με το νι και με το σίγμα τι είχε συμβεί τη διάρκεια της νύχτας που πέρασε, «καρφώνοντας» έτσι κρατούμενους και υπαλλήλους. Και φυσικά με το αζημίωτο.
Ο αρχιφύλακας στρατολογούσε κρατούμενους άβουλους, φοβισμένους, αδόμητους, από κάθε έννοια αρχών και αξιών και τους έταζε τα ευεργετήματα που θα είχαν απ΄ αυτόν, μεταξύ των οποίων και το ευεργέτημα της εργασίας, εάν δεχόταν να κάνουν αυτή τη δουλειά. Και όπως είδα, δυστυχώς υπήρχε προσφορά, γιατί ο αρχιφύλακας έκανε πολύ καλά τη βρώμικη δουλειά του.
Στρατολογούσε τα θύματά του, τους πληροφοριοδότες του μέσα από ένα τέτοιο κλίμα, με κριτήρια την προδιάθεση της κατάδοσης και εκείνους που τους έλειπαν οι στοιχειώδεις ανθρώπινες αξίες, ενώ παράλληλα είχαν σπάσει σ΄ αυτή την τρομακτική φόρτιση. Τα άτομα αυτά αποτελούσαν την ομάδα πληροφοριοδοτών, το μάτι της υπηρεσίας.
Συζητώντας αργότερα με απολυμένους ισοβίτες πάνω στο θέμα αυτό μου ανέφεραν ότι «τέτοιες μεθόδους, τις έχουμε φάει στη μάπα και σε άλλες φυλακές». Και ενώ υποτίθεται ότι η πολιτεία προσπαθεί να τους βελτιώσει και να τους επανεντάξει στην κοινωνία μετά την αποφυλάκισή τους, η ίδια η πολιτεία μέσω της εξουσίας της φυλακής τους ξαναρίχνει ακόμα πιο χαμηλά και τους κάνει χειρότερους.
Ο «Bidoc»1, έκανε πολύ καλά τη δουλειά του. Δημιουργούσε επιμελώς, πρώτα το κλίμα εκφοβισμού, της βίας, της ανασφάλειας και του άγχους.
Απόρροια όλων αυτών των προϋποθέσεων υπήρξε η αλλοτρίωση. Έβλεπε κανείς τους «δυνατούς», ελάχιστους βέβαια να στέκονται στα πόδια τους και να κρατάνε το ηθικό τους σε ικανοποιητικά επίπεδα. Οι άλλοι έντονα αναζητούσαν το μαστούρομα.
Ορισμένοι ήθελαν να κάνουν τον καλό στην υπηρεσία. Να πουν δηλαδή, ότι ο τάδε συγκρατούμενος τους έκανε αυτό ή εκείνο το πράγμα. Βέβαια αυτό έχει και κάποιο ρίσκο, ένα σοβαρό κόστος γι’ αυτούς. Κινδύνευαν από τους άλλους συγκρατούμενους, να περιφρονηθούν ή να κινδυνεύσει η σωματική τους ακεραιότητα.
Σε αντιστάθμισμα αυτού του κόστους, υπήρξε η εύνοια της υπηρεσίας, γιατί γι’ αυτήν ήταν τα «καλά παιδιά», της φυλακής, που είχαν εκτός των άλλων, να επιλέγονται προκειμένου να πραγματοποιούν μεροκάματα, (σκούπισμα, σφουγγάρισμα, κ.λ.π.), οπότε μια μέρα φυλάκισης λογίζεται για δύο.
Η απαγορευμένη επικοινωνία
Τις πρώτες ημέρες στη φυλακή, όταν έμπαινα στους κοιτώνες των κρατουμένων, έβλεπα κρατούμενους ανεβασμένους πάνω στα παράθυρα, να κρατούν ένα άσπρο πανί ή χαρτί, διπλωμένο κυκλικά, που έκαναν σα να σκουπίζουν τα τζάμια των παραθύρων. Παραδόξως όμως, όταν με έβλεπαν τα σάστιζαν, σταματούσαν αυτή την κυκλική κίνηση που έκανα με το χέρι στο παράθυρο και κατέβαιναν κάτω.
Όπως έμαθα αργότερα, έκαναν σήματα μορς με τις απέναντι κρατούμενες των γυναικείων φυλακών. Δηλαδή με λένε τάδε, είμαι τόσο χρονών, έχω φάει τόσο φυλακή, σε θέλω, σε αγαπώ, κ.λ.π. Και έκαναν με τόση ταχύτητα αυτή την κυκλική κίνηση που ομολογουμένως ήταν ν’ απορείς. Αυτό φυσικά απαγορευόταν αυστηρά από την υπηρεσία. Εύλογα θα ρωτήσει ο αναγνώστης,
« για ποιο λόγο;» και η απάντηση έρχεται μόνη της:
«γιατί αυτή είναι η μούρλα και η κακία τους».
Ο υπάλληλος ήταν υποχρεωμένος να αναφέρει τον «παραπτωματία», κρατούμενο, όπως θα έπρεπε να αναφέρει σε κάθε περίπτωση που ο κρατούμενος υπερέβαινε τα εσκαμμένα της φυλακής. Και το χειρότερο ήταν ότι θα έπρεπε να τα γράψει υπό τύπον αναφοράς και ιεραρχικά προς τη διεύθυνση, «δια του Κου αρχιφύλακα» και τότε ο διευθυντής καλούσε τον «παραβάτη» και του έλεγε :
«Εδώ έχω μια αναφορά του τάδε υπαλλήλου σε βάρος σου».
Και ο διευθυντής ανάλογα ενεργούσε. Όταν λέμε αναφορά, ουσιαστικά μιλάμε για μήνυση. Αποποιείται λοιπόν ο διευθυντής την ευθύνη του, ενώ αυτός είναι ουσιαστικά ο ηθικός αυτουργός και σε βάζει να δημιουργήσεις εχθρικές σχέσεις με τον κρατούμενο.
Εδώ σύμφωνα με τη σωφρονιστική αγωγή, καμιά βελτίωση συμπεριφοράς του κρατούμενου δεν επιτυγχάνεται, εάν πρώτα απ’ όλα δε δημιουργηθεί η κατάλληλη σωφρονιστική σχέση μεταξύ υπαλλήλου και κρατουμένου.
Όταν λοιπόν οι σχέσεις είναι εχθρικές και τεταμένες δεν μπορούμε να προσδοκούμε ή να μιλάμε για αναμόρφωση του κρατούμενου, που είναι το κυρίαρχο μέλημά μας. Συνεπώς δε μπορούσα ποτέ να υιοθετώ και να εφαρμόζω, το κάθε τρελό της υπηρεσίας και να κάνω τα καθήκοντά μου, βιομηχανία αναφορών για κάθε στραβοκατούρημα του κρατούμενου και να ευθυγραμμίζομαι με τον κάθε σκιντζή της σωφρονιστικής αγωγής, είτε αυτός ονομάζεται διευθυντής, αρχιφύλακας ή ότι άλλο είναι.
Θεωρώ ότι τα πιο πάνω αναφερόμενα σήματα που έκαναν οι κρατούμενοι, αποτελούν μια φυσιολογική και ανθρώπινη επιθυμία τους για επικοινωνία και δεν αποτελούν πειθαρχικό αδίκημα, όπως το χαρακτηρίζει η υπηρεσία. Όταν έμπαινα στους κοιτώνες και έβλεπα τους κρατούμενους να κάνουν σήματα επικοινωνίας, ουδέποτε τους παρατήρησα. Επίσης άλλες φορές τους έβλεπα να παίζουν χαρτιά, με αυτοσχέδια τράπουλα από χαρτόνι. Και τότε πάλι είχα την ίδια συμπεριφορά.
Έβλεπα ότι η υπηρεσία σε αντιστάθμισμα μιας υποφερτής δημιουργικής απασχόλησης, δε διέθετε κανένα εργαστήρι εργασίας ή άλλη δραστηριότητα. Πώς λοιπόν να περάσουν την ώρα τους, έγκλειστοι μέσα στους τέσσερις τοίχους ;
Βέβαια όταν τους «έπιανα», να κάνουν σήματα ή να παίζουν χαρτιά, αμέσως οι άνθρωποι τα σταματούσαν από σεβασμό προς το πρόσωπό μου, αλλά και διότι γνώριζαν πολύ καλά, ότι ίσως κάποιοι υπάλληλοι θα μπορούσαν να με «καρφώσουν», στην υπηρεσία για να βρω τον μπελά μου. Γι΄ αυτό ήταν πάντα προσεκτικοί.
Ήταν η ώρα 11:00 π.μ., όταν πέρασα από το δ’ θάλαμο. Ένας κρατούμενος έκανε γράμματα με το πακέτο από τα τσιγάρα του, στην απέναντι γυναικεία φυλακή. Όπως είναι γνωστό, ένα από τα ισχυρότερα κίνητρα, είναι ο έρωτας και η επικοινωνία. Εδώ τα «γράμματα», περιέχουν και τα δυο αυτά στοιχεία. Όμως είναι πολύ σκληρό να εμποδίσεις κάποιον έγκλειστο να επικοινωνεί και μάλιστα με βίαιο τρόπο, κάνοντας αναφορά προς την υπηρεσία, με όλα τα συνοδά επακόλουθα, όπως προστάζει η υπηρεσία. Προχώρησα προς το παράθυρο και ο «γραμματάκιας», μόλις με αντιλήφθηκε, σταμάτησε τα γράμματα και μου ζητούσε έλεος :
- «Σε παρακαλώ πολύ κύριε, μη με αναφέρεις στο αρχιφυλακείο, γιατί έχω δικαστήριο σε δυο μήνες για αποφυλάκιση και δε θα ήθελα να μουτζουρωθεί η διαγωγή μου ! Κάνε με, ότι άλλο θέλεις ! ».
Ένιωσα για μια στιγμή, ντροπή που εκείνη τη στιγμή αντιπροσώπευα την υπηρεσία, την εξουσία, απέναντι στον άνθρωπο που με ικέτευε να αποσιωπήσω το γεγονός.
- «Μη με παρακαλάς του απάντησα, γιατί είναι πολύ ωραίο και ανθρώπινο να επικοινωνείς. Γι’ αυτό συνέχισε του απάντησα».
Ο κρατούμενος έμεινε προς στιγμή σαστισμένος, αλλά πρόφτασε να ψελλίσει κάποιες ευχαριστίες, ενώ εγώ απομακρυνόμουν, γρήγορα-γρήγορα από εκείνο το χώρο, γιατί η επισφαλής παραμονή μου, εγκυμονούσε τον κίνδυνο του καρφώματος, από κάποιον υπάλληλο ή κρατούμενο, για αποσιώπηση παραπτώματος.
..............
* ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ TOY ΥΠΟ ΕΚΔΟΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ ZAXAΡIA ΚΑΡΑΤΖΑ
Παιδαγωγού - Κοινωνικού Λειτουργού
...............
Η προσφιλέστερη μέθοδος που ακολουθεί ο αρχιφύλακας, είναι ο τρόπος που ενημερώνεται.
Θυμάμαι κάποιο πρωινό, όταν βρέθηκα τυχαία στο αρχιφυλακείο. Βλέπω λοιπόν εκεί καμιά δεκαριά κρατούμενους, τα « καλά παιδιά » της φυλακής, όπως ήθελε η υπηρεσία να τα αποκαλεί, να περιμένουν. Ρώτησα έναν από αυτούς γιατί βρίσκονταν εκεί και άκουσον, άκουσον, τι μου απάντησε :
« Περιμένουμε τον αρχιφύλακα να του αναφέρουμε, (να του πουν το ποίημα), τι συνέβη το βράδυ που πέρασε στον κοιτώνα του καθ’ ενός από εμάς».
Αμέσως κατάλαβα χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις. Αφού παρατήρησα τα άτομα αυτά άρχισα και εγώ με τη σειρά μου, να φυλάγομαι απ’ αυτά. Και τούτο διότι θα μπορούσαν και μένα κάποια στιγμή, να με καρφώσουν αν έκανα κάτι υπέρ των κρατουμένων, που απαγορευόταν από τους γραπτούς και άγραφους νόμους της φυλακής.
Ένα άλλο στοιχείο που με ενδιέφερε, ήταν να καταλάβω το σύστημα εκτροφής της κατάδοσης και τη ψυχοσύνθεση αυτών, γιατί πραγματικά ήθελα να κάνω κάτι για να σωθούν αυτά τα παιδιά.
Ο αρχιφύλακας, όπως έμαθα αργότερα και για να πω ωμά τα πράγματα με τ’ όνομά τους, έβαζε σε κάθε θάλαμο έναν πληροφοριοδότη, ο οποίος την επομένη το πρωί, του έλεγε με το νι και με το σίγμα τι είχε συμβεί τη διάρκεια της νύχτας που πέρασε, «καρφώνοντας» έτσι κρατούμενους και υπαλλήλους. Και φυσικά με το αζημίωτο.
Ο αρχιφύλακας στρατολογούσε κρατούμενους άβουλους, φοβισμένους, αδόμητους, από κάθε έννοια αρχών και αξιών και τους έταζε τα ευεργετήματα που θα είχαν απ΄ αυτόν, μεταξύ των οποίων και το ευεργέτημα της εργασίας, εάν δεχόταν να κάνουν αυτή τη δουλειά. Και όπως είδα, δυστυχώς υπήρχε προσφορά, γιατί ο αρχιφύλακας έκανε πολύ καλά τη βρώμικη δουλειά του.
Στρατολογούσε τα θύματά του, τους πληροφοριοδότες του μέσα από ένα τέτοιο κλίμα, με κριτήρια την προδιάθεση της κατάδοσης και εκείνους που τους έλειπαν οι στοιχειώδεις ανθρώπινες αξίες, ενώ παράλληλα είχαν σπάσει σ΄ αυτή την τρομακτική φόρτιση. Τα άτομα αυτά αποτελούσαν την ομάδα πληροφοριοδοτών, το μάτι της υπηρεσίας.
Συζητώντας αργότερα με απολυμένους ισοβίτες πάνω στο θέμα αυτό μου ανέφεραν ότι «τέτοιες μεθόδους, τις έχουμε φάει στη μάπα και σε άλλες φυλακές». Και ενώ υποτίθεται ότι η πολιτεία προσπαθεί να τους βελτιώσει και να τους επανεντάξει στην κοινωνία μετά την αποφυλάκισή τους, η ίδια η πολιτεία μέσω της εξουσίας της φυλακής τους ξαναρίχνει ακόμα πιο χαμηλά και τους κάνει χειρότερους.
Ο «Bidoc»1, έκανε πολύ καλά τη δουλειά του. Δημιουργούσε επιμελώς, πρώτα το κλίμα εκφοβισμού, της βίας, της ανασφάλειας και του άγχους.
Απόρροια όλων αυτών των προϋποθέσεων υπήρξε η αλλοτρίωση. Έβλεπε κανείς τους «δυνατούς», ελάχιστους βέβαια να στέκονται στα πόδια τους και να κρατάνε το ηθικό τους σε ικανοποιητικά επίπεδα. Οι άλλοι έντονα αναζητούσαν το μαστούρομα.
Ορισμένοι ήθελαν να κάνουν τον καλό στην υπηρεσία. Να πουν δηλαδή, ότι ο τάδε συγκρατούμενος τους έκανε αυτό ή εκείνο το πράγμα. Βέβαια αυτό έχει και κάποιο ρίσκο, ένα σοβαρό κόστος γι’ αυτούς. Κινδύνευαν από τους άλλους συγκρατούμενους, να περιφρονηθούν ή να κινδυνεύσει η σωματική τους ακεραιότητα.
Σε αντιστάθμισμα αυτού του κόστους, υπήρξε η εύνοια της υπηρεσίας, γιατί γι’ αυτήν ήταν τα «καλά παιδιά», της φυλακής, που είχαν εκτός των άλλων, να επιλέγονται προκειμένου να πραγματοποιούν μεροκάματα, (σκούπισμα, σφουγγάρισμα, κ.λ.π.), οπότε μια μέρα φυλάκισης λογίζεται για δύο.
Η απαγορευμένη επικοινωνία
Τις πρώτες ημέρες στη φυλακή, όταν έμπαινα στους κοιτώνες των κρατουμένων, έβλεπα κρατούμενους ανεβασμένους πάνω στα παράθυρα, να κρατούν ένα άσπρο πανί ή χαρτί, διπλωμένο κυκλικά, που έκαναν σα να σκουπίζουν τα τζάμια των παραθύρων. Παραδόξως όμως, όταν με έβλεπαν τα σάστιζαν, σταματούσαν αυτή την κυκλική κίνηση που έκανα με το χέρι στο παράθυρο και κατέβαιναν κάτω.
Όπως έμαθα αργότερα, έκαναν σήματα μορς με τις απέναντι κρατούμενες των γυναικείων φυλακών. Δηλαδή με λένε τάδε, είμαι τόσο χρονών, έχω φάει τόσο φυλακή, σε θέλω, σε αγαπώ, κ.λ.π. Και έκαναν με τόση ταχύτητα αυτή την κυκλική κίνηση που ομολογουμένως ήταν ν’ απορείς. Αυτό φυσικά απαγορευόταν αυστηρά από την υπηρεσία. Εύλογα θα ρωτήσει ο αναγνώστης,
« για ποιο λόγο;» και η απάντηση έρχεται μόνη της:
«γιατί αυτή είναι η μούρλα και η κακία τους».
Ο υπάλληλος ήταν υποχρεωμένος να αναφέρει τον «παραπτωματία», κρατούμενο, όπως θα έπρεπε να αναφέρει σε κάθε περίπτωση που ο κρατούμενος υπερέβαινε τα εσκαμμένα της φυλακής. Και το χειρότερο ήταν ότι θα έπρεπε να τα γράψει υπό τύπον αναφοράς και ιεραρχικά προς τη διεύθυνση, «δια του Κου αρχιφύλακα» και τότε ο διευθυντής καλούσε τον «παραβάτη» και του έλεγε :
«Εδώ έχω μια αναφορά του τάδε υπαλλήλου σε βάρος σου».
Και ο διευθυντής ανάλογα ενεργούσε. Όταν λέμε αναφορά, ουσιαστικά μιλάμε για μήνυση. Αποποιείται λοιπόν ο διευθυντής την ευθύνη του, ενώ αυτός είναι ουσιαστικά ο ηθικός αυτουργός και σε βάζει να δημιουργήσεις εχθρικές σχέσεις με τον κρατούμενο.
Εδώ σύμφωνα με τη σωφρονιστική αγωγή, καμιά βελτίωση συμπεριφοράς του κρατούμενου δεν επιτυγχάνεται, εάν πρώτα απ’ όλα δε δημιουργηθεί η κατάλληλη σωφρονιστική σχέση μεταξύ υπαλλήλου και κρατουμένου.
Όταν λοιπόν οι σχέσεις είναι εχθρικές και τεταμένες δεν μπορούμε να προσδοκούμε ή να μιλάμε για αναμόρφωση του κρατούμενου, που είναι το κυρίαρχο μέλημά μας. Συνεπώς δε μπορούσα ποτέ να υιοθετώ και να εφαρμόζω, το κάθε τρελό της υπηρεσίας και να κάνω τα καθήκοντά μου, βιομηχανία αναφορών για κάθε στραβοκατούρημα του κρατούμενου και να ευθυγραμμίζομαι με τον κάθε σκιντζή της σωφρονιστικής αγωγής, είτε αυτός ονομάζεται διευθυντής, αρχιφύλακας ή ότι άλλο είναι.
Θεωρώ ότι τα πιο πάνω αναφερόμενα σήματα που έκαναν οι κρατούμενοι, αποτελούν μια φυσιολογική και ανθρώπινη επιθυμία τους για επικοινωνία και δεν αποτελούν πειθαρχικό αδίκημα, όπως το χαρακτηρίζει η υπηρεσία. Όταν έμπαινα στους κοιτώνες και έβλεπα τους κρατούμενους να κάνουν σήματα επικοινωνίας, ουδέποτε τους παρατήρησα. Επίσης άλλες φορές τους έβλεπα να παίζουν χαρτιά, με αυτοσχέδια τράπουλα από χαρτόνι. Και τότε πάλι είχα την ίδια συμπεριφορά.
Έβλεπα ότι η υπηρεσία σε αντιστάθμισμα μιας υποφερτής δημιουργικής απασχόλησης, δε διέθετε κανένα εργαστήρι εργασίας ή άλλη δραστηριότητα. Πώς λοιπόν να περάσουν την ώρα τους, έγκλειστοι μέσα στους τέσσερις τοίχους ;
Βέβαια όταν τους «έπιανα», να κάνουν σήματα ή να παίζουν χαρτιά, αμέσως οι άνθρωποι τα σταματούσαν από σεβασμό προς το πρόσωπό μου, αλλά και διότι γνώριζαν πολύ καλά, ότι ίσως κάποιοι υπάλληλοι θα μπορούσαν να με «καρφώσουν», στην υπηρεσία για να βρω τον μπελά μου. Γι΄ αυτό ήταν πάντα προσεκτικοί.
Ήταν η ώρα 11:00 π.μ., όταν πέρασα από το δ’ θάλαμο. Ένας κρατούμενος έκανε γράμματα με το πακέτο από τα τσιγάρα του, στην απέναντι γυναικεία φυλακή. Όπως είναι γνωστό, ένα από τα ισχυρότερα κίνητρα, είναι ο έρωτας και η επικοινωνία. Εδώ τα «γράμματα», περιέχουν και τα δυο αυτά στοιχεία. Όμως είναι πολύ σκληρό να εμποδίσεις κάποιον έγκλειστο να επικοινωνεί και μάλιστα με βίαιο τρόπο, κάνοντας αναφορά προς την υπηρεσία, με όλα τα συνοδά επακόλουθα, όπως προστάζει η υπηρεσία. Προχώρησα προς το παράθυρο και ο «γραμματάκιας», μόλις με αντιλήφθηκε, σταμάτησε τα γράμματα και μου ζητούσε έλεος :
- «Σε παρακαλώ πολύ κύριε, μη με αναφέρεις στο αρχιφυλακείο, γιατί έχω δικαστήριο σε δυο μήνες για αποφυλάκιση και δε θα ήθελα να μουτζουρωθεί η διαγωγή μου ! Κάνε με, ότι άλλο θέλεις ! ».
Ένιωσα για μια στιγμή, ντροπή που εκείνη τη στιγμή αντιπροσώπευα την υπηρεσία, την εξουσία, απέναντι στον άνθρωπο που με ικέτευε να αποσιωπήσω το γεγονός.
- «Μη με παρακαλάς του απάντησα, γιατί είναι πολύ ωραίο και ανθρώπινο να επικοινωνείς. Γι’ αυτό συνέχισε του απάντησα».
Ο κρατούμενος έμεινε προς στιγμή σαστισμένος, αλλά πρόφτασε να ψελλίσει κάποιες ευχαριστίες, ενώ εγώ απομακρυνόμουν, γρήγορα-γρήγορα από εκείνο το χώρο, γιατί η επισφαλής παραμονή μου, εγκυμονούσε τον κίνδυνο του καρφώματος, από κάποιον υπάλληλο ή κρατούμενο, για αποσιώπηση παραπτώματος.
..............
* ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ TOY ΥΠΟ ΕΚΔΟΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ ZAXAΡIA ΚΑΡΑΤΖΑ
Παιδαγωγού - Κοινωνικού Λειτουργού