γράφει ο ΝΙΚΟΣ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣ*
Χαυτεία. Από τα μεγάλα νεοκλασικά κτίρια του κέντρου που ερειπώνουν.
Λίγα τρίστρατα έχει η Αθήνα και σε ένα από αυτά, στα Χαυτεία, στοιχειώνει ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα νεοκλασικά κτίρια του κέντρου. Οι αστικές, αυτές, γωνίες προσφέρονται για εντυπωσιακές απολήξεις ατμόσφαιρας και μεγαλείου, αλλά η Αθήνα ποτέ δεν είχε ιδιαίτερη τόλμη πλην ελαχίστων εξαιρέσεων (σε αντίθεση με τη Θεσσαλονίκη). Και στο σημείο, αυτό, στα Χαυτεία, στη συμβολή των οδών Αιόλου και Σταδίου, το τετραώροφο κτίριο που στέκει εκεί από τα τέλη του 19ου αιώνα, δεν επέτυχε να γίνει σημαντικό ορόσημο. Ξεχωρίζει, βεβαίως, λόγω όγκου και θέσης, αλλά ως αρχιτεκτόνημα δεν μπορεί να υπερβεί έναν καλό μέσο όρο. Ωστόσο, αν και ανώνυμο για τον πολύ κόσμο, παρέμεινε σύμβολο μιας περιοχής. Αποπνέει μια ορισμένη θερμοκρασία αθηναϊκής ατμόσφαιρας.
Το αντικρίζω, κενό, ξεφλουδισμένο, ως διαρκή υπόμνηση της βαθιάς παρακμής που πλέον έχει αποκτήσει υλικό αποτύπωμα. Στις παλιές φωτογραφίες από τον μεσοπόλεμο και μετά, το κτίριο αυτό εμφανίζεται ως ξενοδοχείο «Απόλλων», αλλά εξαρχής λειτουργούσε ως ξενοδοχείο με άλλη επωνυμία. Ηταν στην καρδιά της εμπορικής Αθήνας, δίπλα (προς την Αιόλου) στο διώροφο κτίριο που στέγαζε το καφενείο «Παρθενών» –ζωγραφισμένο από τον Τσαρούχη– και το καφενείο «Αστόρια» (στη γωνία με την Πανεπιστημίου). Η Αιόλου σε εκείνο το σημείο ανοικοδομήθηκε σχεδόν πλήρως από το 1955 έως το 1970, αλλά ο παλιός «Απόλλων» παρέμεινε. Σήμερα, η βίαιη αισθητική ρήξη εκείνης της εποχής εμφανίζεται ιδιαιτέρως επιθετική, καθώς έχει χαθεί ο δυναμισμός της εμπορικής κίνησης των Χαυτείων. Εχει απομείνει ένα τοπίο κατακερματισμένο, χωρίς συνοχή, σχέδιο και σκοπό. Τα εμπορικά που συνεχίζουν κρατούν μιαν αίσθηση ζωής, αλλά τα Χαυτεία δεν είναι αυτά που ήταν.
Αν δει κανείς το ογκώδες αυτό κτίριο καθώς κατεβαίνει τη Σταδίου προς την Ομόνοια, θα νομίζει ότι βλέπει ένα μεγάλο ιστιοφόρο αγκυροβολημένο με σπασμένα τα κατάρτια. Μοιάζει και σαν ακρόπρωρο ή σαν ένα βαλσαμωμένο πτηνό. Πρέπει να δω ξανά και ξανά τις παλιές φωτογραφίες για να φέρω μπροστά την παλιά του ζωή, γεμάτη κίνηση και οχλοβοή. Μέσα στην τραχύτητα της περιοχής και την εξαθλίωση του κτιρίου, επιζούν ίχνη ευγενείας ή έστω καλών προθέσεων. Τα εντοπίζω στο κόκκινο χρώμα, που σαν ζωφόρος, και δίκην οφθαλμαπάτης, στεφανώνει το κτίριο. Το κόκκινο χρώμα μπαίνει μέσα στην κοιλότητα του αετώματος και συνεχίζει σε όρθιες στήλες περιμετρικά κάτω από την κυανή ταινία. Είναι μια ευγενής πρόθεση σύνδεσης με έναν κλασικίζοντα ακαδημαϊσμό με νύξεις στην Πομπηία και στο Μόναχο, μασκαρισμένη πίσω από μια εμπορική λειτουργία. Ενα κτίριο μιας παλιάς αθηναϊκής πιάτσας, σε ένα λαϊκό, κεντρικό σταυροδρόμι, που ανοίγεται με τις ακτίνες του προς την Ομόνοια, τη Σοφοκλέους και τη Σταδίου.
Το ίδιο κόκκινο χρώμα συνεχιζόταν στις κόγχες του κομψού κτιρίου που στέγαζε τον «Παρθενώνα» και την «Αστόρια» και το ίδιο κόκκινο επιζεί στην Ομόνοια στο «Μπάγκειον» και στον «Μέγα Αλέξανδρο» (παραδόξως οι κόκκινες εσοχές επανήλθαν σε πολλές αστικές πολυκατοικίες της δεκαετίας του 1950). Είναι ένα κόκκινο που θυμίζει τα χρωματισμένα αγάλματα της κλασικής αρχαιότητας, τα υδροχρώματα του ρομαντισμού και την τερακότα της λαϊκής τέχνης. Είναι δίπλα μας, πάνω από τα βλέμματά μας, σαν κρυμμένο αλλά επί της ουσίας χυμένο και λαμπυρίζον στο αττικό φως. Υπάρχει ένα ναρκωμένο, δεύτερο σύμπαν.
Εν αναμονή.
___________________
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου