Αύριο, Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2010, η Βουλή των Ελλήνων καλείται να πάρει μία κρίσιμη, θεσμικά και πολιτικά, απόφαση. Θα παραπέμψει, ναι ή όχι, στο Ειδικό Δικαστήριο, τους πέντε πρώην υπουργούς των κυβερνήσεων Κ. Καραμανλή για ενδεχόμενες ποινικές ευθύνες σε σχέση με το σκάνδαλο της Μονής Βατοπεδίου. Το αυτονόητο της σημασίας της απόφασης αυτής αποτρέπει κάθε σχετική φλυαρία. Οφείλουμε, όμως, να προβούμε έγκαιρα σε ορισμένες διαπιστώσεις μετά από συνεκτίμηση των πέντε διαφορετικών πορισμάτων.
Πρώτον. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι υπήρξε ενορχηστρωτής της υπόθεσης από πλευράς πολιτικής εξουσίας και δημόσιας διοίκησης. Την μπαγκέτα κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα την κράτησε ο τότε Πρωθυπουργός και το πανίσχυρο, τότε, πολιτικό γραφείο του. Κανένας άλλος δε θα μπορούσε να συντονίσει «αποτελεσματικά» τις ενέργειες τόσο πολλών υπουργών και διαφορετικών κρατικών υπηρεσιών. Χωρίς αυτό να απαλείφει τις προσωπικές και ενδεχόμενα ποινικές ευθύνες των υπουργών και των άλλων παραγόντων. Χωρίς αυτό να καταργεί τη διαβάθμισή τους ανάλογα με το ρόλο που είχε επιφυλάξει ή διατηρήσει ο καθένας για τον εαυτό του.
Δεύτερον. Δύσκολα μπορεί να σηκώσει κανείς την πλάκα με την οποία σφραγίστηκε η υπόθεση της Μονής Βατοπεδίου ως σκάνδαλο. Το αναγνώρισε και ο τότε Πρωθυπουργός. Το έχει αποδεχθεί ως τέτοιο η κοινή γνώμη. Μικρή σημασία έχουν τα ποσά που έχουν διακινηθεί. Ενώ το κυρίαρχο στίγμα της υπόθεσης είναι τα διάφορα θεσμικά άλματα, που ακολουθούν το ένα μετά το άλλο, και η ηθική απαξία της συμπεριφοράς τους. Και κατά την εξέλιξη του ίδιου του σκανδάλου και κατά την θεσμική διαχείριση του. Η Δικαιοσύνη δεν ανταποκρίθηκε στο ρόλο της. Και το πολιτικό σύστημα συμπεριφέρθηκε με μικροκομματικούς όρους. Όχι μόνον στα όρια της πρωτοφανούς συγκάλυψης. Ο τότε Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δεν προσέφερε καθόλου καλές υπηρεσίες στην τότε Κυβέρνηση. Οι υπουργοί ήξεραν.
Τρίτον. Είναι στα όρια της βεβαιότητας ότι ο τότε Πρωθυπουργός είναι αυτός που απεφάσισε τις χαριστικές προς τη Μονή πράξεις. Δεν έχουμε καμία ένδειξη ότι ό,τι έπραξε, το επεχείρησε για λόγους ευσέβειας ή αντίθετα για προσωπικό συμφέρον. Υπάρχουν αρκετές ενδείξεις ότι κινήθηκε ανάμεσα σε μία γενική διάθεση «ωχαδερφισμού» και έλλειψη πολιτικής διορατικότητας και ευαισθησίας. Η κορυφαία πολιτική του ευθύνη δεν βρίσκεται τόσο σε αυτό το σημείο. Βαρύνεται με την πολιτική διαχείριση του σκανδάλου. Είτε ο ίδιος, είτε δια των υπουργών του δεν απελευθέρωσε έγκαιρα τη Δικαιοσύνη από τη γνωστή διαπλοκή της με την πολιτική εξουσία. Ούτε απέτρεψε τις υπόγειες ή και φανερές διαδρομές αυτής της διαπλοκής. Υπέταξε, αν δεν καθοδήγησε, τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες στο στόχο της συγκάλυψης. Δεν προσέφερε ή διατύπωσε ούτε ένα επιχείρημα ότι το Μάϊο του 2009 διέλυσε ουσιαστικά τη Βουλή για να διαμορφώσει όλες τις πραγματικές και νομικές προϋποθέσεις για την παραγραφή των ενδεχόμενων ποινικών ευθυνών. Και αφορά φυσικά τον ίδιο, την ιστορία του και την υστεροφημία του, αυτή η παράξενη και πρωτοφανής σιωπή του. Ουσιαστικά, αυτή η σιωπή συνιστά μία έμμεση ομολογία για τις δικές του ευθύνες. Και εκθέτει ανυπεράσπιστους τους πρώην στενούς συνεργάτες του σε δικαιολογημένες ή και αδικαιολόγητες περιπέτειες.
Τέταρτον. Η ευθύνη, θεσμική και πολιτική, ανήκει τώρα πια στη σημερινή σύνθεση της Βουλής. Πρέπει να πούμε απερίφραστα τη γνώμη μας. Οι ενδεχόμενες ποινικές ευθύνες των πρώην υπουργών έχουν, κατά την κρατούσα γνώμη, παραγραφεί. Η προσπάθεια παράτασης, προς τα πίσω ή και προς τα μπρος, των ενδεχόμενων ποινικών ευθυνών μέσα από το ανακάτεμα των διατάξεων για τη διακίνηση του βρώμικου χρήματος δεν πρόκειται να αποτρέψει την παραγραφή. Άλλωστε είναι προβληματική και αυτή η περίεργη διασταλτική ερμηνεία των σχετικών διατάξεων. Και είναι βέβαιο ότι μέσα σε λίγους μήνες το Δικαστικό Συμβούλιο θα διαπιστώσει την επέλευση της παραγραφής των ποινικών ευθυνών. Δεν με ενδιαφέρουν οι ενδεχόμενοι πανηγυρισμοί μιας μερίδας του πολιτικού κόσμου. Με ενδιαφέρει, όμως, η εντύπωση που θα σχηματισθεί βαθιά στη λαϊκή ψυχή ότι ουσιαστικά όλη αυτή η οργή και το αντίστοιχο αίτημα για την τιμωρία της διαφθοράς έχουν υπονομευθεί από την αρχή. Και ότι το σύστημα, δικαιοδοτικό και πολιτικό, είναι τελικά σάπιο.
Πέμπτον. Είναι εντελώς εσφαλμένος ο ισχυρισμός ότι το ζήτημα της παραγραφής αποτελεί αντικείμενο των Δικαστηρίων. Υπάρχουν πάμπολλα ιστορικά παραδείγματα που το ζήτημα της ενδεχόμενης παραγραφής των ποινικών ευθυνών υπουργών τέθηκε ενώπιον της Εθνικής Αντιπροσωπείας. Και αυτή απεφάσισε. Η σημερινή Βουλή πρέπει να κρατήσει ψηλά το κύρος της ώστε απρόσκοπτα και στο πλαίσιο μίας γνήσιας λαϊκής επιδοκιμασίας να συνεχίζει να ασχολείται με το τεράστιο σκάνδαλο της Siemens, με το σχεδόν αυταπόδεικτο σκάνδαλο των δομημένων ομολόγων και το βαθύτατα οδυνηρό σκάνδαλο της αλλοίωσης των Εθνικών Λογαριασμών. Στα μέλη της ανήκουν εξέχοντες νομικοί. Έχουν και κρίση και μνήμη. Και ένα εξαιρετικό αίσθημα επιστημονικής και επαγγελματικής αξιοπρέπειας και ευθιξίας.
Αντώνης Ν. Βγόντζας
Πρόεδρος της Αλληλεγγύης Δικηγόρων
Πρώτο Θέμα, Κυριακή 14.11.2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου