ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Τις τελευταίες ημέρες ένα μπαράζ δημοσιευμάτων του εγχώριου και διεθνούς Τύπου ζητά «εκκαθαρίσεις» στον ΣΥΡΙΖΑ, αναδεικνύοντας τη διαγραφή ριζοσπαστικών στελεχών του ως προϋπόθεση για να μπορέσει η κυβέρνηση να υπογράψει τη συμφωνία με τους δανειστές.
Το αίτημα αυτό –που παρεμπιπτόντως, θα έπρεπε να είχε ήδη λάβει την αρμόζουσα απάντηση από τα «επιτελεία» του ΣΥΡΙΖΑ– προειδοποιεί για το χαρακτήρα της συμφωνίας, όπως οι δανειστές, τουλάχιστον, την προβλέπουν και την εκτιμούν.
Όμως ανάλογη προειδοποίηση προκύπτει και από την πορεία των διαπραγματεύσεων και από τη (δημόσια) ενημέρωση γι’ αυτές.
Οι «θεσμοί», μετά τη συμφωνία- παγίδα της 20ής Φλεβάρη, έχουν οδηγήσει την κυβέρνηση σε ασφυξία ρευστότητας. Σε αυτό το σημείο, έχοντας την πρωτοβουλία των κινήσεων, εμφανίζονται να μπορούν να επιλέξουν είτε την επιβολή μιας μνημονιακής συμφωνίας, είτε την πυροδότηση μιας «προσωρινής» κρίσης με στόχο την αμφισβήτηση ή και την ανατροπή των πολιτικών δεδομένων που δημιούργησαν οι εκλογές της 25ης Γενάρη.
Απ’ ό,τι φαίνεται, το καλύτερο σενάριο μιας συμφωνίας που θα αποδέχονταν οι δανειστές έχει το εξής ελάχιστο όριο «παραχωρήσεων» προς την ελληνική κυβέρνηση: α) Σχετικά μικρά πρωτογενή πλεονάσματα για τα επόμενα χρόνια β) Όχι νέες περικοπές στους μισθούς και στις συντάξεις.
Μια τέτοια συμφωνία θα περιόριζε τον ΣΥΡΙΖΑ στη διαχείριση της σημερινής υπάρχουσας κατάστασης, δεν θα ζητούσε δηλαδή την επιδείνωσή της. Όμως η υπάρχουσα κατάσταση σήμερα είναι η βάρβαρη υπερλιτότητα, που διαμόρφωσαν τα μνημόνια 1 και 2. Καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι κόμμα υποταγμένο στη λιτότητα, θα αντιμετώπιζε ανυπέρβλητες πολιτικές δυσκολίες αν υποχρεωνόταν να αποδεχτεί τη διαχείρισή της, έστω μεσοπρόθεσμα.
Μια τέτοια συμφωνία θα περιόριζε τον ΣΥΡΙΖΑ στη διαχείριση της σημερινής υπάρχουσας κατάστασης, δεν θα ζητούσε δηλαδή την επιδείνωσή της. Όμως η υπάρχουσα κατάσταση σήμερα είναι η βάρβαρη υπερλιτότητα, που διαμόρφωσαν τα μνημόνια 1 και 2. Καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι κόμμα υποταγμένο στη λιτότητα, θα αντιμετώπιζε ανυπέρβλητες πολιτικές δυσκολίες αν υποχρεωνόταν να αποδεχτεί τη διαχείρισή της, έστω μεσοπρόθεσμα.
Πολύ περισσότερο που η προτεινόμενη συμφωνία δεν διασφαλίζει ούτε καν τη σημερινή υπάρχουσα κατάσταση. Με τρόπους υπόγειους οδηγεί σε επιδείνωσή της, επιδείνωση που θα γίνει κατανοητή από τις λαϊκές μάζες μέσα από τις σκληρές καθημερινές εμπειρίες. Για παράδειγμα, μπορεί να μη μειωθούν περαιτέρω οι μισθοί, αλλά αν αυξηθεί το προσδοκώμενο έσοδο από τον ΦΠΑ κατά 800 εκατ. ευρώ, αυτό θα προκαλέσει μείωση του πραγματικά διαθέσιμου εισοδήματος κυρίως των εργατικών νοικοκυριών. Η κατ’ ουσία διατήρηση του αντιδραστικού φόρου ΕΝΦΙΑ μπορεί να μην αποτελεί «νέο μέτρο», όμως επιφέρει νέες απώλειες στα εισοδήματα των λαϊκών τάξεων και των μεσοστρωμάτων. Η ενοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων μπορεί να μην επιφέρει άμεσα μείωση συντάξεων (που έχουν ήδη μειωθεί) στα λεγόμενα «ευγενή» ταμεία, όμως οδηγεί στη συντριβή όποιων κατακτήσεων έχουν απομείνει στην περίθαλψη. Και πάνω απ’ όλα είναι, ασφαλώς, οι ιδιωτικοποιήσεις (των λιμανιών, των αεροδρομίων, της δημόσιας γης κ.ο.κ.) που αποτελούν μια «κόκκινη γραμμή» που η Αριστερά δεν μπορεί να αποσύρει με κανένα πρόσχημα.
Η συμφωνία που συζητούν, λοιπόν, οι δανειστές είναι μια μνημονιακή συμφωνία. Πολλοί σύντροφοι ζητούν να συνεχίσουμε τις διαπραγματεύσεις. Τυπικά μπορούμε, για ελάχιστες ακόμα ημέρες. Ουσιαστικά, η γνώμη μου είναι ότι ήρθε η ώρα να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα: Να πούμε ένα καθαρό «όχι» σε αυτήν τη συμφωνία και να αφιερώσουμε τις δυνάμεις μας στην πολιτική οικοδόμηση της εναλλακτικής λύσης.
Αν, αντίθετα, δεχτούμε μιαν ανάλογη συμφωνία, θα πρέπει να συνυπολογίσουμε ότι θα είναι αναπόφευκτα συνδεδεμένη με πολιτικές εξελίξεις. Η εξασθένηση των σχέσεων του ΣΥΡΙΖΑ με την εργατική-λαϊκή βάση που αυτός εκπροσωπεί (πολύ περισσότερο αν αυτή συνδυαστεί με το σενάριο «εκκαθάρισης»-διάσπασης που τα μίντια ασύστολα υποστηρίζουν...) θα φέρει πολύ κοντά την ανάγκη «διεύρυνσης» της κυβέρνησης προς το «σοσιαλφιλελεύθερο» στρατόπεδο (Ποτάμι;). Και αυτό θα είναι ένα πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση μιας κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας που τόσο επιθυμούν οι «θεσμοί» ως απάντηση στην εργατική-λαϊκή ψήφο της 25 Γενάρη. Οι αντίστοιχες δηλώσεις της Ντόρας Μπακογιάννη, αυτής της νεοφιλελεύθερης γκουρού της Κεντροδεξιάς, την επόμενη ημέρα της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ, δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφιβολίας για το σχεδιασμό.
Το σενάριο της «αριστερής παρένθεσης» παίρνει σήμερα διπλή μορφή: Ο ΣΥΡΙΖΑ ως Αλιέντε, δηλαδή η προοπτική της άμεσης ανατροπής της κυβέρνησης της Αριστεράς, με εκβιαστικές και πραξικοπηματικές μορφές λιγότερο ή περισσότερο «βελούδινες». β) Ο ΣΥΡΙΖΑ ως Πρόντι, δηλαδή η προοπτική της μετατόπισης της κυβέρνησης σε σοσιαλφιλελεύθερη πολιτική, μέσω της αποδοχής μιας μνημονιακής συμφωνίας, που πάλι οδηγεί στην ανατροπή της, αλλά σε αυτήν την περίπτωση και σε μια διαλυτική κρίση του «κοινωνικού» και «κομματικού» ΣΥΡΙΖΑ.
Από αυτόν τον φαύλο κύκλο πρέπει να βγούμε επειγόντως. Οι συντεταγμένες της εξόδου είναι γνωστές σε όλους μας: Απόρριψη της μνημονιακής συμφωνίας. Στάση πληρωμής τοκοχρεολυσίων στους διεθνείς και ντόπιους τοκογλύφους, ως πρώτο βήμα μιας πολιτικής για τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους. Βαριά φορολόγηση του κεφαλαίου και του συσσωρευμένου πλούτου. Εθνικοποίηση των τραπεζών, κατάργηση των ελευθεριών των κεφαλαίων να δραπετεύουν. Συγκέντρωση όλων των πόρων και δυνάμεων στην κάλυψη των εργατικών-λαϊκών αναγκών, στη σωτηρία των δημόσιων νοσοκομείων και σχολείων. Υποστήριξη αυτών των επιλογών με κάθε αναγκαίο κυβερνητικό, διπλωματικό, νομισματικό μέτρο, συμπεριλαμβάνοντας σε αυτά τη σύγκρουση-ρήξη με την ευρωζώνη.
Μια στροφή σε αυτήν την κατεύθυνση, μια έξοδος από τις διαπραγματεύσεις και προσανατολισμός σε μια στρατηγική ρήξεων, είναι πιθανό να χρειάζεται αναβάπτιση στη λαϊκή εντολή, δηλαδή εκλογές. Όχι για να δραπετεύσουμε από τα διλήμματα της κυβερνητικής εξουσίας, αλλά για να ζητήσουμε από τον κόσμο τη δύναμη και τη σαφή εντολή να τα αντιμετωπίσουμε με βάση τη ριζοσπαστική-αριστερή πολιτική.
*Κείμενο στηριγμένο στην ομιλία στην ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ